- υδροποσία
- ητο να πίνει κανείς νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑδροποσία — ὑδροποσίᾱ , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc/acc dual ὑδροποσίᾱ , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίᾳ — ὑδροποσίαι , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc pl ὑδροποσίᾱͅ , ὑδροποσία water drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροποσία — η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α [υδροπότης] πόση νερού … Dictionary of Greek
ὑδροποσίας — ὑδροποσίᾱς , ὑδροποσία water drinking fem acc pl ὑδροποσίᾱς , ὑδροποσία water drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαι — ὑδροποσία water drinking fem nom/voc pl ὑδροποσίᾱͅ , ὑδροποσία water drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαν — ὑδροποσίᾱν , ὑδροποσία water drinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαις — ὑδροποσία water drinking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίη — ὑδροποσία water drinking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίην — ὑδροποσία water drinking fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίης — ὑδροποσία water drinking fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)